- υποταγή
- η / ὑποταγή, ΝΜΑ [ὑποτάσσω]1. καθυπόταξη, υποδούλωση (α. «η υποταγή τών ασθενεστέρων στους ισχυρούς» β. «ἡ ἄνευ κινδύνου ὑποταγή», Δίον. Αλ.)2. εκούσια συγκατάθεση, υπακοή (α. «δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον», ΚΔβ. «μετὰ πάσης ὑποταγῆς καὶ ὑπακοῆς», πάπ.γ. «τὴν ἡσυχίαν ἐπισκήπτω καὶ τὴν ὑποταγὴν καὶ τὴν ταπείνωσιν», Μιχ. Αττ.)μσν.σημείωμα, υποσημείωση («μηδὲν ἕτερον διδούς, εἰ μὴ τὰ τῇ ὑποταγῇ τῆς διατάξεως περιεχόμενα», Αθ. Σχολ.)νεοελλ.φρ. «συμπεριφορά υποταγής»βιολ. μορφή τής ζωικής συμπεριφοράς κατά την οποία ένα άτομο επιχειρεί με εκδηλώσεις καθησυχασμού να αποφύγει τον τραυματισμό από ένα κυρίαρχο μέλος τού δικού του είδουςμσν.-αρχ.γραμμ. η υποτακτική έγκλιση («τὰ καλούμενα ὑποτακτικὰ ῥήματα οὔποτε χωρὶς ὑποταγῆς ἐστι», Απολλ. Δύσκ.)αρχ.1. η τοποθέτηση λέξης μετά από μια άλλη2. αντίγραφο («ψηφισμάτων καὶ ἐπιστολῆς ὑποταγαί», επιγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.